- πρωτοφτάνω
- Νφτάνω κάπου πρώτος, πριν από τους άλλους ή φτάνω κάπου για πρώτη φορά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πρωτοφτάνω — πρωτόφτασα, πρωτοφτασμένος, φτάνω πρώτος ή για πρώτη φορά: Πρωτόφτασαν στο νησί δύο άγνωστοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)